Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

μπερδεύω στα γαλλικά
μπερδεύω
λέγεται
ber’dhevo
.
μπερδεύω
σημαίνει στα γαλλικά
emmêler / compliquer / confondre
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
