Εφαρμογή του
μόνιμος στα γαλλικά
μόνιμος
λέγεται
’monimos
.
μόνιμος
σημαίνει στα γαλλικά
permanent / titulaire
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- διαρκής / μόνιμος : permanent
- συμβιών / μόνιμος σύντροφος : concubin
- μόνιμος / ο έχων μόνιμη απασχόληση : permanent
- μόνιμος : sédentaire
- εδραίος / μόνιμος : sédentaire
- συνολική / μόνιμος ή σπασμωδική συστολή του μυός : contracture
- DCEUMC / Μόνιμος Αναπληρωτής Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης : vice-président du CMUE / vice-président du Comité militaire de l'Union européenne
- ροή / βασική παροχή : débit de base / écoulement de base
- μόνιμος ζώνη : bande permanente
- Ομάδα του Ρίο / Μόνιμος μηχανισμός πολιτικής διαβούλευσης και συντονισμού : G-Rio / Groupe de Rio
Subscribe
0 Comments