Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

μόνιμος στα γαλλικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
μόνιμος
λέγεται
’monimos
.
μόνιμος
σημαίνει στα γαλλικά
permanent / titulaire
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • διαρκής / μόνιμος : permanent
  • συμβιών / μόνιμος σύντροφος : concubin
  • μόνιμος / ο έχων μόνιμη απασχόληση : permanent
  • μόνιμος : sédentaire
  • εδραίος / μόνιμος : sédentaire
  • συνολική / μόνιμος ή σπασμωδική συστολή του μυός : contracture
  • DCEUMC / Μόνιμος Αναπληρωτής Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης : vice-président du CMUE / vice-président du Comité militaire de l'Union européenne
  • ροή / βασική παροχή : débit de base / écoulement de base
  • μόνιμος ζώνη : bande permanente
  • Ομάδα του Ρίο / Μόνιμος μηχανισμός πολιτικής διαβούλευσης και συντονισμού : G-Rio / Groupe de Rio

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments