Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

μύτη στα γαλλικά
μύτη
λέγεται
’miti
.
μύτη
σημαίνει στα γαλλικά
nez / bec / pointe
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- μύτη / απότομη κλίση : nez
- κυρτή μύτη / στρογγυλή πούντα : bout rond
- μύτη ποδιού : bout du pied
- σκληρή μύτη / σκληρή πούντα : bout dur
- μαλακή μύτη / μαλακή πούντα : bout souple
- μύτη σαΐτας : pointe de la navette
- μύτη φτέρνας : aile de quartier / oreille de quartier
- λεπτή ράβδος / μύτη μολυβιού : mine
- Mστός λεπτός / μαστός με οξεία μύτη : poinçon PSEO
- μύτη Bulldog : nez en pied-de-marmite
Subscribe
0 Comments


