Εφαρμογή του

νόμιμος στα γαλλικά
νόμιμος
λέγεται
’nomimos
.
νόμιμος
σημαίνει στα γαλλικά
légal / légitime
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- νόμιμος τόκος : intérêt légal
- νόμιμος σκοπός : finalité légitime
- νόμιμος λόγος : motif légitime
- νόμιμος κύριος / νόμιμος ιδιοκτήτης : propriétaire légal / propriétaire en titre
- υποχρεωτικός έλεγχος / νόμιμος έλεγχος : contrôle légal / commissariat aux comptes
- νόμιμος χρήστης : utilisateur légitime
- νόμιμος εκδότης : émetteur légal
- νόμιμος ελεγκτής : auditeur légal / contrôleur légal
- νόμιμος κάτοικος : résident légal
- νόμιμος σύντροφος / σύντροφος με πλήρως κατοχυρωμένα νομικά δικαιώματα : partenaire devant la loi
Subscribe
0 Comments