Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

νόμισμα στα γαλλικά
νόμισμα
λέγεται
’nomizma
.
νόμισμα
σημαίνει στα γαλλικά
monnaie
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- νόμισμα / μέσο πληρωμής : moyen de paiement
- νόμισμα : monnaie
- Bitcoin / ψηφιακό νόμισμα : bitcoin
- πλαστό / πλαστό νόμισμα : contrefaçon / faux billet
- κέρμα / μεταλλικό νόμισμα : monnaie / monnaie métallique
- ξένο νόμισμα : devise / monnaie étrangère
- νόμιμο χρήμα / επίσημο χρήμα : cours légal / monnaie légale
- MPE / παράλληλο ευρωπαϊκό νόμισμα : MPE / monnaie parallèle européenne
- ξένο νόμισμα : devise
- κοινό νόμισμα : monnaie commune
Subscribe
0 Comments


