Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ομοιόμορφος στα γαλλικά
ομοιόμορφος
λέγεται
omi’omorfos
.
ομοιόμορφος
σημαίνει στα γαλλικά
uniforme
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ομοιόμορφος : homomorphe
- ομοιόμορφος / ομομορφικός : homomorphe
- ομοιόμορφος ροή : écoulement uniforme
- ανομοιόμορφος ροή / μεταβαλλόμενη ροή : écoulement varié / écoulement non-uniforme
- USOC / ομοιόμορφος κωδικός παραγγελίας υπηρεσίας : code type pour la facturation des services
- ομοιόμορφος τίτλος : titre uniforme
- UCD / ομοιόμορφος διανομέας κλήσεων : système de distribution uniforme des appels
- URL / ομοιόμορφος εντοπιστής πόρου : URL / adresse URL
- UMM / ομοιόμορφος κινητός πίνακας επιτοκίων : MUM / UMM
- ομοιόμορφος φωτισμός : éclairement uniforme
Subscribe
0 Comments


