Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ορισμένος στα γαλλικά
ορισμένος
λέγεται
oriz’menos
.
ορισμένος
σημαίνει στα γαλλικά
défini / certain
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ισοστατικός / στατικά ορισμένος : isostatique
- ορισμένος σταθμός : poste de travail
- ορισμένος εκ των προτέρων : défini à l'avance
- ορισμένος χειριστής πίνακα συστημάτων : opérateur de panneau système dédié
Subscribe
0 Comments


