Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

πέταλο στα γαλλικά
πέταλο
λέγεται
’petalo
.
πέταλο
σημαίνει στα γαλλικά
fer à cheval
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πέταλο : pétale
- πέταλο : ferrure
- άγκιστρο / πέταλο έκτασης : étrier / talonnière
- πέταλο αλόγου : fer à cheval
- πέταλο έκτασης / σφιγκτήρας έκτασης : étrier
- πέταλο τακουνιού / μεταλλικός φτερνίτης : fer du talon
- πέταλο τακουνιού : couche-point
- μεταλλικό πέταλο πούντας : bout acier
- μεταλλικό πέταλο φτέρνας : coin du talon
Subscribe
0 Comments


