Εφαρμογή του

πίστωση στα γαλλικά
πίστωση
λέγεται
’pistosi
.
πίστωση
σημαίνει στα γαλλικά
crédit
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πίστη / πίστωση : crédit
- δάνειο / προκαταβολή : prêt / avance
- ΜΔιΠ / μη διαχωριζόμενη πίστωση : crédits non dissociés / CND
- ΔιΠ / διαχωριζόμενη πίστωση : crédits dissociés / CD
- εφ'ώ / σε πίστωση αυτών : en foi de quoi
- υπερανάληψη / ακάλυπτη πίστωση : découvert / crédit par découvert
- διατιθέμενη / διατεθειμένη πίστωση : crédit alloué
- πίστωση ρύπων / πιστωτικό μόριο εκπομπών : crédit (de) carbone / crédit d'émission de carbone
- πίστωση φόρου : crédit d'impôt
- πίστη/πίστωση : crédit
Subscribe
0 Comments