Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

παράθυρο στα γαλλικά
παράθυρο
λέγεται
pa’rathiro
.
παράθυρο
σημαίνει στα γαλλικά
fenêtre
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- παράθυρο : fenêtre
- παράθυρο / παράθυρο προβολής : fenêtre / fenêtre de projection
- παράθυρο : fenetre
- `Aνοιγμα / `Aνω Παράθυρο Xώρου(π.χ.Λουτρού) : répartiteur / ouverture de l'évasement
Subscribe
0 Comments


