Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

παρεμποδίζω στα γαλλικά
παρεμποδίζω
λέγεται
parebo’dhizo
.
παρεμποδίζω
σημαίνει στα γαλλικά
entraver / perturber
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- παρεμποδίζω : bloquer / empêcher
- ενοχλώ τη ναυσιπλοϊα / παρεμποδίζω τη ναυσιπλοϊα : gêner la navigation / embarrasser la navigation
- παρεμποδίζω τη μετατροπή ουσιών που χρησιμοποιούνται για σκοπούς παράνομης παρασκευής ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών : empêcher le détournement de substances aux fins de la fabrication illicite de stupéfiants et de substances psychotropes
Subscribe
0 Comments


