Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

πατάρι στα γαλλικά
πατάρι
λέγεται
pa’tari
.
πατάρι
σημαίνει στα γαλλικά
grenier
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πατάρι / ημιόροφος : mezzanine
- πατάρι εργασίας : plancher de travail
Subscribe
0 Comments


