Εφαρμογή του

περίπτερο στα γαλλικά
περίπτερο
λέγεται
pe’riptero
.
περίπτερο
σημαίνει στα γαλλικά
kiosque
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- περίπτερο : stand(d'exposition)
- περίπτερο : pavillon
- γωνιακό περίπτερο : stand d'angle
- περίπτερο σε σειρά : stand en ligne / stand dans la rangée
- περίπτερο σε αγορές : étal
- κοινοτικό περίπτερο : pavillon communautaire
- περίπτερο σκοποβολής : stand de tir
- περιοδεύον περίπτερο : stand itinérant
- εξοπλισμένο περίπτερο : stand équipé
- πρώτο περίπτερο σειράς : stand de tête
Subscribe
0 Comments