Εφαρμογή του

περίστροφο στα γαλλικά
περίστροφο
λέγεται
pe’ristrofo
.
περίστροφο
σημαίνει στα γαλλικά
revolver
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- περίστροφο : revolver
- περίστροφο : révolver
- περίστροφο σε μικρογραφία : revolver miniature
- περίστροφο που παράγει μόνο κρότο : revolver factice
- βραχύκανο όπλο' πιστόλι' περίστροφο : arme de poing
- περίστροφο που βάλλει μόνο άσφαιρα φυσίγγια : revolver de sûreté
- πιστόλι και περίστροφο με ακίνδυνα φυσσίγγια : pistolet et revolver avec cartouches à blanc
Subscribe
0 Comments