Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

πετρελαïκός στα γαλλικά
πετρελαïκός
λέγεται
petrelai’kos
.
πετρελαïκός
σημαίνει στα γαλλικά
pétrolier
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
