Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

πιάνο στα γαλλικά
πιάνο
λέγεται
’pjano
.
πιάνο
σημαίνει στα γαλλικά
piano
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πιάνο : piano
- κλαβεσέν / πιάνο παλαιού τύπου : clavecin
- όρθιο πιάνο : piano droit
- πιάνο με ουρά : piano à queue
- αυτόματο πιάνο : piano mécanique / piano automatique
- πιάνο κοντσέρτου / πιάνο με μεγάλη ουρά : piano de concert / piano à grande queue
- πιάνο με μισή ουρά / πιάνο με μικρή ουρά : piano à demi-queue / piano à petite queue
- κηριοδόχος για πιάνο : porte-bougies pour piano
- πιάνο με διασταυρωμένες χορδές : piano à cordes croisées
Subscribe
0 Comments


