Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

πλεονέκτημα στα γαλλικά
πλεονέκτημα
λέγεται
pleo’nektima
.
πλεονέκτημα
σημαίνει στα γαλλικά
avantage
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- προνόμιο / πλεονέκτημα : privilège
- πλεονέκτημα θέσης / πλεονέκτημα λόγω θέσης : avantage dû à la situation / avantage découlant de la situation
- φορολογική ελάφρυνση / φορολογικό πλεονέκτημα : avantage fiscal / allègement fiscal
- χρηματικό πλεονέκτημα : avantages pécuniaires
- πλεονέκτημα του χρήστη : avantage de l'utilisateur
- φορολογικό πλεονέκτημα : avantage fiscal
- πλεονέκτημα λόγω θέσης : rente de situation
- θεραπευτικό πλεονέκτημα : avantage thérapeutique
- αδικαιολόγητο πλεονέκτημα : avantage indu
- πλεονέκτημα του πρωτοπόρου / πλεονέκτημα των πρωτείων εγκατάστασης : avantage du pionnier / avantage au premier entrant
Subscribe
0 Comments


