Εφαρμογή του

πλεόνασμα στα γαλλικά
πλεόνασμα
λέγεται
ple’onazma
.
πλεόνασμα
σημαίνει στα γαλλικά
excédent
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πλεόνασμα : excédent d'eau
- πλεόνασμα : surplus / excédent
- πλεόνασμα : surplus
- πλεόνασμα : excédent
- πλεονάζον / πλεόνασμα : en excès
- υπέρβαρο / υπέρβαση αποσκευών : excédent de bagages
- υπόλοιπο κερδών / πλεόνασμα κερδών : bénéfice excédentaire
- πλεόνασμα εσόδων / έσοδα προηγούμενης χρήσης : solde reporté / report à nouveau
- πλεόνασμα κλινών : surplus de lits
Subscribe
0 Comments