Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

πληρεξούσιο στα γαλλικά
πληρεξούσιο
λέγεται
plire’ksusio
.
πληρεξούσιο
σημαίνει στα γαλλικά
procuration
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πληρεξούσιο / πληρεξουσιότητα : pleins pouvoirs
- πληρεξούσιο / εξουσιοδότηση : pouvoir / procuration
- γενικό πληρεξούσιο : pouvoir général
- πληρεξούσιο έγγραφο / έγγραφο εξουσιοδότησης : pouvoir
- καταθέτω πληρεξούσιο : déposer un pouvoir signé
- ενυπόγραφο πληρεξούσιο : pouvoir signé
- προσάγω πληρεξούσιο έγγραφο : produire pleins pouvoirs
- αντιτάσσομαι στη χρήση του σήματος από τον ειδικό πληρεξούσιο ή τον αντιπρόσωπο του δικαιούχου : s'opposer à l'utilisation de la marque par son agent ou représentant
Subscribe
0 Comments


