Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

πλούσιος στα γαλλικά
πλούσιος
λέγεται
’plusios
.
πλούσιος
σημαίνει στα γαλλικά
riche
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πλούσιος : corps(vin qui a du-)
- πλούσιος : riche
- παχύ κάρβουνο / πλούσιος άνθρακας : charbon gras
- με πλούσια γεύση / πλούσιος σε γεύση : AYANT de la bouche
Subscribe
0 Comments


