Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

πλυντήριο στα γαλλικά
πλυντήριο
λέγεται
pli’dirio
.
πλυντήριο
σημαίνει στα γαλλικά
machine à laver
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πλυντήριο : laveuse
- πλυντήριο : bac de lavage / bac de rinçage
- πλυντήριο : machine à laver / installation de lavage
- πλυσταριό / πλυντήριο ρούχων : buanderie
- οβάλ πλυντήριο : laveuse ovale
- πλοίο-πλυντήριο : bateau-lavoir
- πλυντήριο πιάτων / μηχανή για το πλύσιμο των πιάτων : machine à laver la vaisselle
- πλυντήριο-ψύκτης : laveur réfrigérant
- πλυντήριο άμαξας / μηχανή πλύσης τροχαίου υλικού : MAL / machine à laver
- πλυντήριο φιαλών / μηχανή πλυσίματος φιαλών : laveuse(à bouteilles)
Subscribe
0 Comments


