Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

πουρί στα γαλλικά
πουρί
λέγεται
pu’ri
.
πουρί
σημαίνει στα γαλλικά
tartre
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πουρί / ασβεστούχα απόθεση σε λέβητα : calcaire
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
