Εφαρμογή του

πρωτοπόρος στα γαλλικά
πρωτοπόρος
λέγεται
proto’poros
.
πρωτοπόρος
σημαίνει στα γαλλικά
pionnier / leader
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πρωτοπόρος αγορά : marché pilote
- φυτό πρωτοπόρος : plante pionnière
- βιομηχανία αιχμής / πρωτοπόρος βιομηχανία : industrie de pointe
- "πρωτοπόρος" καταναλωτής : consommateur d'avant-garde
- καταχωρημένος (ή καταχωρηθείς) πρωτοπόρος επενδυτής : investisseur pionnier enregistré
Subscribe
0 Comments