Εφαρμογή του

πρόσκαιρος στα γαλλικά
πρόσκαιρος
λέγεται
’proskeros
.
πρόσκαιρος
σημαίνει στα γαλλικά
précaire
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αφηρημάδα της επιληψίας / πρόσκαιρος απώλεια της συνειδήσεως : Absence / absence épileptique
- πρόσκαιρος υδαταποθήκευσις : emmagasinement temporaire
Subscribe
0 Comments