Εφαρμογή του

πυροσβέστης στα γαλλικά
πυροσβέστης
λέγεται
piroz’vestis
.
πυροσβέστης
σημαίνει στα γαλλικά
pompier
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πυροσβέστης : pompier / sapeur-pompier
- Πυροσβέστης / πυροσβέστης : pompier / combattant
- αλεξιπτωτιστής-πυροσβέστης μεταφερόμενος δι'ελικοπτέρου : parachutiste héliporté
- μέλος συνεργείου αποκάθαρσης,σκαπανέας,πυροσβέστης(γαλ.) : sapeur / sapeur-pompier
Subscribe
0 Comments