Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

ράφι στα γαλλικά
ράφι
λέγεται
’rafi
.
ράφι
σημαίνει στα γαλλικά
étagère
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ράφι / εσωτερικός φλοιός : liber / écorce interne
- ράφι / σανίδα : tablard
- ράφι LPA / ράφι γραμμικού ενισχυτή ισχύος : étage amplificateur de puissance linéaire
- κινητό ράφι / μεταφερόμενο ράφι : étagère mobile / étagère transportable
- ράφι καλωδίων : chemin de câbles / tablette à câbles
- φωτοανακλαστικό ράφι : light shelf / auvent réfléchissant
- ράφι πλήκτρων ελέγχου : tableau de clés
- ράφι κύτους αλιεύματος : brèze / planche de cale
- ράφι οριζόντιου ελέγχου : cadre de commande de l'horizontale
- σταθερό ράφι αποθήκευσης : casier de stockage fixe
Subscribe
0 Comments


