Εφαρμογή του

ρύγχος στα γαλλικά
ρύγχος
λέγεται
’rinhos
.
ρύγχος
σημαίνει στα γαλλικά
museau
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ρύγχος : groin
- Ρύγχος : Embout buccal
- ρύγχος / μουσούδα : museau
- ρύγχος εντός : nez dedans
- ρύγχος εκτός : nez dehors
- ρύγχος επάνω / θέση κεφαλής αεροσκάφους πάνω από τον ορίζοντα : cabrage
- άτριχο ρύγχος : mufle
- ρύγχος κινητήρα : trompe de brûleur
- εμπρόσθιο ρύγχος : pointe avant
- με το ρύγχος επάνω / σε στάση πτήσης με την κεφαλή πάνω από τον ορίζοντα : cabré
Subscribe
0 Comments