Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

σαλπάρω στα γαλλικά
σαλπάρω
λέγεται
sal’paro
.
σαλπάρω
σημαίνει στα γαλλικά
lever l’ancre
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αναχωρώ / σαλπάρω : appareiller
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
