Εφαρμογή του

σταμάτημα στα γαλλικά
σταμάτημα
λέγεται
sta’matima
.
σταμάτημα
σημαίνει στα γαλλικά
arrêt
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αναστολή / σταμάτημα : masticage
- σταμάτημα μηχανής : arrêt de machine
- ανώμαλο σταμάτημα : fin anormale / fin imprévue
- απότομο σταμάτημα : arrêt brusque
- ταχύτατο σταμάτημα : grippage
- Σταμάτημα συσκευής λείανσης : jeux d'orgues
- σταμάτημα στημονιού από μιτάρι : lisse de casse-chaîne
- σταμάτημα στημονιού από σπάγγο μιταριού : casse-chaîne
- διακόπτης για σταμάτημα έκτακτης ανάγκης : commande d'arrêt d'urgence
- σταμάτημα ασφαλείας στο τέλος της διαδρομής : arrêt en fin de course / déclenchement de fin de course
Subscribe
0 Comments