Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

στερεώνω στα γαλλικά
στερεώνω
λέγεται
stere’ono
.
στερεώνω
σημαίνει στα γαλλικά
fixer
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- πακτώνω / στερεώνω : encastrer
- δένω / προσδένω : lier / fixer
- καρφώνω / στερεώνω με ήλους : river / riveter
- αγκυρώνω στήριγμα / στερεώνω στήριγμα : haubanner un appui
- καρφώνω το τακούνι / στερεώνω το τακούνι : talonner
- μοντάρω σε επίπεδο / στερεώνω σε επίπεδο : monter à plat / brider sur la table
- στερεώνω με τιρφόνια : tirefonner
- στερεώνω με καρφίτσωμα : épingler
- στερεώνω μεταξύ ακίδων : fixer entre pointes / monter entre pointes
- μοντάρω πάνω στην τράπεζα εργασίας / στερεώνω πάνω στην τράπεζα εργασίας : bloquer / abloquer
Subscribe
0 Comments


