Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

στερεώνω στα γαλλικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
στερεώνω
λέγεται
stere’ono
.
στερεώνω
σημαίνει στα γαλλικά
fixer
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • πακτώνω / στερεώνω : encastrer
  • δένω / προσδένω : lier / fixer
  • καρφώνω / στερεώνω με ήλους : river / riveter
  • αγκυρώνω στήριγμα / στερεώνω στήριγμα : haubanner un appui
  • καρφώνω το τακούνι / στερεώνω το τακούνι : talonner
  • μοντάρω σε επίπεδο / στερεώνω σε επίπεδο : monter à plat / brider sur la table
  • στερεώνω με τιρφόνια : tirefonner
  • στερεώνω με καρφίτσωμα : épingler
  • στερεώνω μεταξύ ακίδων : fixer entre pointes / monter entre pointes
  • μοντάρω πάνω στην τράπεζα εργασίας / στερεώνω πάνω στην τράπεζα εργασίας : bloquer / abloquer

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments