Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

στεριώνω στα γαλλικά
στεριώνω
λέγεται
ste’rjono
.
στεριώνω
σημαίνει στα γαλλικά
se fixer
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
