Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

στοιβάζω στα γαλλικά
στοιβάζω
λέγεται
sti’vazo
.
στοιβάζω
σημαίνει στα γαλλικά
entasser
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- στοιβάζω / συσσωρεύω : gerber / empiler
- στοιβάζω / τοποθετώ : empiler
- στοιβάζω καλούπια : gerber les moules
- στοιβάζω,συγκεντρώνω : empiler / regrouper
- στοιβάζω εγκάρσια στο πλοίο : arrimer transversalement
Subscribe
0 Comments


