Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

στρίφωμα στα γαλλικά
στρίφωμα
λέγεται
’strifoma
.
στρίφωμα
σημαίνει στα γαλλικά
ourlet
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ρέλιασμα / στρίφωμα : bordage
- στρίφωμα : bordage
- ρέλιασμα / στρίφωμα : ourlet / drapelet cousu
- στρίφωμα / τρύπωμασ : couture à sac
- στρίφωμα θόλου / περιφερειακό περίραμμα : renfort de bord d'attaque
- στρίφωμα αεραγωγού οθόνης : bordure de cheminée
- στρίφωμα οθόνης αλεξίπτωτου : bord d'attaque
- Πλατιά ταινία χωρίς στρίφωμα : bande découpée large
- μηχανή για εσωτερικό στρίφωμα με κόψιμο : ourleuse raseuse
- όψη του υφαντού στην οποία τα περισσότερα νήματα είναι κάθετα στο στρίφωμα : côté trame
Subscribe
0 Comments


