Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

στρατόπεδο στα γαλλικά
στρατόπεδο
λέγεται
stra’topedho
.
στρατόπεδο
σημαίνει στα γαλλικά
caserne / camp
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- στρατόπεδο συγκέντρωσης : camp de concentration / camp de concentration
- στρατόπεδο συγκέντρωσης : camp d'internement
- κρατούμενος σε ειδικό στρατόπεδο : interné dans le camps d' hébergement
- στρατόπεδο/καταυλισμός : campement
Subscribe
0 Comments


