Εφαρμογή του

στόλος στα γαλλικά
στόλος
λέγεται
’stolos
.
στόλος
σημαίνει στα γαλλικά
flotte
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- στόλος διχτυών : tessure / té sure
- ποτάμιος στόλος : parc fluvial
- ναυτικός στόλος : flotte de guerre
- αλιευτικός στόλος : flotte de pêche / flottille de pêche
- στόλος του Pήνου : flotte du Rhin / flotte rhénane
- αλιευτικός στόλος : flotte de pêche
- στόλος ποταμού MEUSE : flotte mosane
- "ειδικευμένος" στόλος : flotte "spécialisée"
- τονοαλιευτικός στόλος : thoniers / flotte thonière
- δέσμιος στόλος οχημάτων : flotte captive
Subscribe
0 Comments