Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

συνταξιούχος στα γαλλικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
συνταξιούχος
λέγεται
sidaksi’uhos
.
συνταξιούχος
σημαίνει στα γαλλικά
retraité
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • συνταξιούχος / συνταξιούχος υπάλληλος : rentier / retraité
  • συνταξιούχος / δικαιούχος σύνταξης : retraité / titulaire de pension ou de rente
  • συνταξιούχος / δικαιούχος σύνταξης : titulaire de pension / titulaire d'une pension
  • συνταξιούχος : pensionné
  • συνταξιούχος αλλοδαπός : retraité étranger
  • συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος : fonctionnaire retraité / fonctionnaire en retraite
  • ηλικιωμένος συνταξιούχος με χαμηλά εισοδήματα : personne âgée retraitée à bas revenus
  • άδεια διαμονής που φέρει τη μνεία "συνταξιούχος" : carte de séjour "retraité"

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments