Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

σφυροκοπώ στα γαλλικά
σφυροκοπώ
λέγεται
sfiroko’po
.
σφυροκοπώ
σημαίνει στα γαλλικά
marteler / pilonner
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- σφυροκοπώ : refouler
- σφυροκοπώ στον κώνο : brocher
Subscribe
0 Comments


