Εφαρμογή του

ταξιδιωτικός στα γαλλικά
ταξιδιωτικός
λέγεται
taksidhjoti’kos
.
ταξιδιωτικός
σημαίνει στα γαλλικά
de voyage
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- σάκος ταξιδιού / ταξιδιωτικός σάκος : sac de voyage
- γραφείο ταξιδίων / ταξιδιωτικός πράκτορας : agence de voyage / agent de voyages
- συνδεόμενος ταξιδιωτικός διακανονισμός / εξατομικευμένος ταξιδιωτικός διακανονισμός : prestation de voyage liée / prestation de voyage assistée
Subscribe
0 Comments