Εφαρμογή του

τεκμήριο στα γαλλικά
τεκμήριο
λέγεται
tek’mirio
.
τεκμήριο
σημαίνει στα γαλλικά
preuve
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- τίτλος / έγγραφο : document
- έγγραφο / τεκμήριο : document
- συμφωνία / συμβόλαιο : écrit
- τεκμήριο JTM / τεκμήριο μεταφοράς και χειρισμού έργου : document JTM / document de manipulation et transfert de travaux
- έγγραφο πηγής / τεκμήριο πηγής : document de base
- νόμιμο τεκμήριο : présomption légale
- κύριο τεκμήριο : document-maître
- μαχητό τεκμήριο : juris tantum
- αμάχητο τεκμήριο : présomption irréfragable
- εκκενώνω έγγραφο / εκκενώνω τεκμήριο : vider un document
Subscribe
0 Comments