Εφαρμογή του

τρέξιμο στα γαλλικά
τρέξιμο
λέγεται
’treksimo
.
τρέξιμο
σημαίνει στα γαλλικά
course
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- τρέξιμο : coulure
- τρέξιμο εφυαλωμάτων : retirement
- τρέξιμο της κόλλησης / επανάληψη με αναστροφή : assise de la soudure
- υπερβολική διείσδυση μετάλλου / τρέξιμο μετάλλου σε συνεχή μορφή : soudure affaissée / soudure effondrée
- τρέξιμο μετάλλου με μορφή σταγόνων : goutte de soudure
Subscribe
0 Comments