Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

τρέπω στα γαλλικά
τρέπω
λέγεται
’trepo
.
τρέπω
σημαίνει στα γαλλικά
τρέπω σε φυγή mettre en fuite
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
