Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

τρέχω στα γαλλικά
τρέχω
λέγεται
’treho
.
τρέχω
σημαίνει στα γαλλικά
courir / aller vite / couler / τι τρέχει; que se passe-t-il?
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments


