Εφαρμογή του

τροφοδοτώ στα γαλλικά
τροφοδοτώ
λέγεται
trofodho’to
.
τροφοδοτώ
σημαίνει στα γαλλικά
alimenter
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- περνώ / τροφοδοτώ : enfiler / passer dans un oeillet
- τροφοδοτώ : alimenter
- επισιτίζω / τροφοδοτώ : avitailler / ravitailler
- τροφοδοτώ / τροφοδοτώ με ηλεκτρισμό : alimenter
- τροφοδοτώ : abonder
- τροφοδοτώ : nourrir
- παγώνω / παγοποιώ : glacer
- τροφοδοτώ κλίβανον : enfourner
- τροφοδοτώ τη φωτιά : charger le feu / alimenter le feu
Subscribe
0 Comments