Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

τρυπώ στα γαλλικά
τρυπώ
λέγεται
tri’po
.
τρυπώ
σημαίνει στα γαλλικά
trouer / percer
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- τρυπώ / τρυπανίζω : forer
- τρυπώ / ξανατρυπώ : aléser
- τρυπώ : noyer
- διατρυπώ / τρυπώ με διατρητική μηχανή : perforer
- τρυπώ με στιγέα : estamper / découper à l'emporte-pièce
- τρυπώ εισιτήριο : poinçonner un billet
Subscribe
0 Comments


