Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

τσάπα στα γαλλικά
τσάπα
λέγεται
’tsapa
.
τσάπα
σημαίνει στα γαλλικά
pioche
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- τσάπα : étrèpe
- τσάπα : houe
- τσάπα / εργαλείο καταστροφής ζιζανίων : écobue
- τσάπα / σκαπάνη : louchet
- τσάπα : houe à défoncer / houe de défoncement
- αξίνα / τσάπα : hoyau / pioche
- τσάπα / σκαλιστήρι χειρός : houe à main
- τσάπα με τόξο : binette à arc / rasette à arc
Subscribe
0 Comments


