Εφαρμογή του

τυλίγω στα γαλλικά
τυλίγω
λέγεται
ti’liyo
.
τυλίγω
σημαίνει στα γαλλικά
emballer / enrouler
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- μαζεύω / τυλίγω : enrouler
- τυλίγω / ανεμίζω : caneter
- τυλίγω : envider
- τυλίγω / διπλώνω : plier / doubler
- τυλίγω / ρολλάρω : ensoupler
- τυλίγω τους αγωγούς με καλώδιο : toronner des conducteur de câbles
Subscribe
0 Comments