Εφαρμογή του

τόμος στα γαλλικά
τόμος
λέγεται
’tomos
.
τόμος
σημαίνει στα γαλλικά
volume
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- τ. / τόμος : vol / volume
- τόμος : tome / volume
- άδετος τόμος / τόμος διαρκούς ενημέρωσης : volume à feuillets mobiles
- τόμος φυλλαδίων : recueil
- αναμνηστικός τόμος : mélanges
- παράταιρο αντίτυπο / τελευταίο αντίτυπο : exemplaire dépareillé
- συγκεντρωτικός τόμος : volume cumulatif
- Codex Alimentarius, Τόμος Α : Συνιστώμενος Διεθνής Κώδικας Πρακτικής, Γενικές Αρχές Υγιεινής Τροφίμων : Codex Alimentarius, volume A. Codes d'usage internationaux recommandés en matière d'hygiène. Principes généraux d'hygiène alimentaire
Subscribe
0 Comments