Εφαρμογή του

τύφλωση στα γαλλικά
τύφλωση
λέγεται
’tiflosi
.
τύφλωση
σημαίνει στα γαλλικά
aveuglement
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- τύφλωση / οπτική αναισυησία : anesthésie optique
- αλεξία / οπτική αφασία : alexie
- αφθογγία / μουσική αλεξία : alexie musicale
- τύφλωση Bright : amaurose de Bright
- οπτική αγνωσία / οπτική αμνησία : agnosie visuelle
- τύφλωση οφθαλμών : éborgnage
- δυνητική τύφλωση : cécité pratiquement complète
- τύφλωση από χιόνι / επιπεφυκίτιδα χιονιού : cécité des neiges / ophthalmia nivalis
- όπλο που προκαλεί τύφλωση : arme aveuglante
- λέιζερ που προκαλεί τύφλωση : laser aveuglant / arme au laser aveuglant
Subscribe
0 Comments