Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

φορτηγό στα γαλλικά
φορτηγό
λέγεται
forti’yo
.
φορτηγό
σημαίνει στα γαλλικά
camion
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- κάργκο / φορτηγό : cargo / bateau à marchandises
- κάργκο / φορτηγό : cargo / navire de charge
- φορτηγό : camionnette
- καρότσα / φορτηγό με θερμαινόμενο κάδο : camion à benne chauffante(ou chauffée)
- καμιονέτα / μικρό φορτηγό αυτοκίνητο : camionnette
- καμιονέττα / μικρό φορτηγό αυτοκίνητο : camionnette
- ημιφορτηγό / μικρό φορτηγό αυτοκίνητο : pick-up
- ΙΧΦ / ΦΙΧ : wagon / wagon de fret
- φορτηγό όχημα : diable
- άλογο ελάσεως / άλογο ζεύξεως : cheval de bât / cheval de somme
Subscribe
0 Comments


