Εφαρμογή του

χέρι στα γαλλικά
χέρι
λέγεται
’heri
.
χέρι
σημαίνει στα γαλλικά
main / bras
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- αφή / χέρι : toucher
- χέρι : main
- πρώτο χέρι / πρώτη επίστρωση : couche primaire
- ραφή χεριού / ραμμένο στο χέρι : cousu à la main
- χειροβολίδα / σχοινί βυθομέτρησης που κινείται με το χέρι : ligne de sonde à main
- μεσαίο χέρι / μεσαία επίστρωση : couche de fond
- χειρολαβίδα / συλληπτικό χέρι : main préhensile
- τεχνητό χέρι : main fictive
- χέρι πιθήκου : main de singe
- προχρωματίζω / πρώτο χέρι χρώματος : impression / couche de fond
Subscribe
0 Comments